- θυροκολλώ
- -ησα, -ήθηκα, θυροκολλημένος, -η, -ο, επικολλώ στη θύρα κάποια γνωστοποίηση ή διαφήμιση: Θυροκολλήθηκε το διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.