θυροκολλώ

θυροκολλώ
-ησα, -ήθηκα, θυροκολλημένος, -η, -ο, επικολλώ στη θύρα κάποια γνωστοποίηση ή διαφήμιση: Θυροκολλήθηκε το διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυροκολλώ — θυροκολλώ, θυροκόλλησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”